- ἀγυρτευτής
- ἀγῠρ-τευτής, οῦ, ὁ,A = ἀγύρτης, Tz.H.13c.475 tit.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αγυρτευτής — ἀγυρτευτής, ο (Μ) [ἀγυρτεύω] ο αγύρτης* … Dictionary of Greek
αγυρτεύω — ἀγυρτεύω (AM) είμαι αγύρτης, ζω ζητιανεύοντας σαν αλήτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγύρτης. ΠΑΡ. ἀγυρτεία μσν. ἀγυρτευτής] … Dictionary of Greek